- ἐκπαίδευμα
- ἐκπαίδ-ευμα, ατος, τό,A nursling, child, E.Cyc.601.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκπαίδευμα — ἐκπαίδευμα, το (Α) 1. αυτός που εκπαιδεύτηκε, που ανατράφηκε από κάποιον 2. τέκνο, παιδί … Dictionary of Greek
ἐκπαίδευμ' — ἐκπαίδευμα , ἐκπαίδευμα nursling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)